παρακάλι — παρακάλι, το και παρακάλιο, το η παράκληση, η παρακάλεση, το παρακάλεσμα: Με τα παρακάλια δε γίνεται τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμοπαρακάλι — το η θερμή παράκληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμοπαρακαλώ, υποχωρητ. (πρβλ. παρακάλι[ο] < παρακαλώ)] … Dictionary of Greek
παρακάλεσμα — το, ΝΜ, παρακάλεμα Ν [παρακαλώ] μουσ. ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής νεοελλ. ικεσία, παράκληση, παρακάλι … Dictionary of Greek
παρακαλετό — το παράκληση, ικεσία, παρακάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. παρακαλε(σ)τός] … Dictionary of Greek
παρακάλεση — η παρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακαλετό — το η παράκληση, το παρακάλι, η ικεσία: Με τα παρακαλετά δε θέλω εργάτες στη δουλειά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)