παρακάλι

παρακάλι
και παρακάλιο, το
συν. στον πληθ. τα παρακάλια
λόγια με τα οποία ζητάει κανείς από άλλον να κάνει κάτι για χάρη του, οι παρακλήσεις, οι ικεσίες («τα πολλά τα παρακάλια τά βαριούνται και οι άγιοι», παροιμ. φρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παρακαλώ (πρβλ. μαρτυρώ: μαρτύριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρακάλι — παρακάλι, το και παρακάλιο, το η παράκληση, η παρακάλεση, το παρακάλεσμα: Με τα παρακάλια δε γίνεται τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμοπαρακάλι — το η θερμή παράκληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμοπαρακαλώ, υποχωρητ. (πρβλ. παρακάλι[ο] < παρακαλώ)] …   Dictionary of Greek

  • παρακάλεσμα — το, ΝΜ, παρακάλεμα Ν [παρακαλώ] μουσ. ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής νεοελλ. ικεσία, παράκληση, παρακάλι …   Dictionary of Greek

  • παρακαλετό — το παράκληση, ικεσία, παρακάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. παρακαλε(σ)τός] …   Dictionary of Greek

  • παρακάλεση — η παρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακαλετό — το η παράκληση, το παρακάλι, η ικεσία: Με τα παρακαλετά δε θέλω εργάτες στη δουλειά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”